- κεἴπερ
- εἴπερ , εἴπερif reallyindeclform (conj)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κέιπερ, Μπρόνισλαβ — (Bronislaw Kaper, Βαρσοβία 1902 – 1983). Πολωνός συνθέτης. Μετά την αποφοίτησή του από το Ωδείο της πατρίδας του άρχισε να γράφει μουσική για ορχήστρα, καθώς και για ορισμένα γερμανικά φιλμ, σε συνεργασία με τον Αυστριακό συνθέτη Γουόλτερ… … Dictionary of Greek
σελαγώ — σελαγῶ, έω, ΝΑ εκπέμπω φως, ακτινοβολώ, φεγγοβολώ αρχ. 1. φωτίζω κάτι («ἀκτὶς ἀελίω σελάγεσκε... γαῑαν», Υμν. Ισ.) 2. παθ. σελαγοῡμαι, έομαι α) λάμπω, φέγγω β) καίγομαι («κεἴπερ λάβοιτο τῶν νέων τὸ πῡρ ἅπαξ, σελαγοῑντ ἂν εὐθύς», Αριστοφ.).… … Dictionary of Greek